- λαχανοπώλις
- η (Α λαχανόπωλις, -ώλιδος) βλ. λαχανοπώλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαχανόπωλις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανοπώλιδος — λαχανόπωλις fem gen sg λαχανοπώλης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανόπωλιν — λαχανόπωλις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανοπώλης — ο, θηλ. λαχανοπώλις και λαχανοπωλήτρια (Α λαχανοπώλης, θηλ. λαχανόπωλις και λαχανοπωλήτρια) αυτός που πουλάει λάχανα, μανάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης] … Dictionary of Greek